απολειφάδι
Смотреть что такое "απολειφάδι" в других словарях:
απολειφάδι — το 1. υπόλειμμα σαπουνιού, αποσάπουνο 2. μικρός, κοντός, καχεκτικός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προέρχεται είτε < *απαλειφάδιον < *απαλείφιον (< από * + αλείφιον «αυτό που χρησιμοποιούν οι αλειφτές» είτε < από * + λειφάδιον < λείπω] … Dictionary of Greek
απολειφάδι — το ιού, μικρό υπόλειμμα σαπουνιού, αποσάπουνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολειφάδι — το, Ν (διαλ. τ.) το απολειφάδι … Dictionary of Greek